- κιθαρηφόρος
- κῐθαρ-ηφόρος, ὁ,A Lycian coin stamped with a cithara, Ath.Mitt.14.412 ([place name] Myra).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιθαρηφόρος — κιθαρηφόρος, ὁ (Α) επιγρ. αργυρό νόμισμα τών Λυκίων, που στην πρόσθια όψη του εικόνιζε την κεφαλή τού Απόλλωνος ή τού Καίσαρος και κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + φορος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek